- ερρωμένος
- -η, -ο (Α ἐρρωμένος, -η, -ον)1. υγιής, ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης2. εύτολμος, ανδρείος3. (για ενέργειες, διαθέσεις, γνώμες) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς γνώμαις», Ξεν.β. «αντέταξαν ερρωμένην αντίστασιν»).επίρρ...ἐρρωμένωςσθεναρά, ρωμαλέα, με πείσμα, με γενναιότητα, άφοβα.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρρωμαι, παρακμ. τού ρ. ρώννυμαι].
Dictionary of Greek. 2013.